Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

ΚΟΝΤΙ: τα τελεσίγραφα και οι κανόνες εμπλοκής
Για δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο, οι εργαζόμενοι του εργοστασίου ΚΟΝΤΙ (ArcelorMittal) λαμβάνουν απειλητικό τελεσίγραφο για το κλείσιμο του εργοστασίου στη Β’ ΒΙΠΕ του Βόλου. Ο κάθε συνειδητός εργάτης γνωρίζει ότι οι συνθήκες της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης οδηγούν στη μαζική ανεργία και στη γενικευμένη ανέχεια, όπως γνωρίζει ότι οι «πιέσεις» στους δήμιους του εργαζόμενου πληθυσμού είναι χωρίς αντίκρυσμα.
Τα κόμματα εξουσίας, που μόλις χθες συναίνεσαν στη διάλυση του δημόσιου πανεπιστημίου, έχουν ήδη από καιρό συναινέσει να «εξευμενίσουν τις αγορές». Σε κανέναν δεν διαφεύγει της προσοχής ότι ο παγκόσμιος παραγωγός χάλυβα, ArcelorMittal, είναι οι αγορές και ότι αστοί υπουργοί, όπως ο Γ. Κουτρουμάνης και λοιπών παρατρεχάμενων του κεφαλαίου έχουν αναλάβει το ρόλο των ιερέων αρχαίων θυσιών για τον εξευμενισμό των θεών του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίο ή η απεύθυνση σε πιο μαχητικά σωματεία είναι η διαφορά μεταξύ του άνεργου και του άνεργου ψηφοφόρου.
Σε περίπτωση που αναλωθούμε με συναντήσεις με τους εχθρούς μας ή συγχυσμένους φίλους, το πιθανότερο είναι να ξεχάσουμε να αναζητήσουμε τους φίλους και τους συμμάχους μας. Παραμελώντας αυτό το καθήκον, οι συνέπειες είναι γνωστές.
Αν πρέπει να απορριφθεί οποιαδήποτε συζήτηση και έκκληση για βοήθεια από τους κυβερνώντες άλλο τόσο πρέπει να απορριφθεί το δέλεαρ των πρόσθετων αποζημιώσεων για οικιοθελείς…απολύσεις.
Όλοι γνωρίζουν ότι κανένα πρόσθετο ποσό αποζημίωσης δεν είναι σήμερα αρκετό σε συνθήκες ακρίβειας και γενικευμένης φοροκαταιγίδας. Τα λεφτά εξανεμίζονται μαζί με τη ζωή. Πρόκειται για μια παράταση χρόνου με το σημαντικό μειονέκτημα της εξατομίκευσης των κοινωνικών προβλημάτων, που μετά ο καθένας, χωρίς κανένα μέσο παραγωγής παρά μόνο τα χέρια του και το μυαλό του, χωρίς οργάνωση, αναζητά μια ατομική λύση. Η κατάσταση της ανεργίας διαλύει την οικογενειακή ζωή, η ψυχολογία καταρρέει και η ηττοπάθεια γενικεύεται μέσα στις γραμμές της τάξης.
Από πολλούς «θεωρητικούς» της κρίσης, η σημερινή ιστορική καμπή αντιμετωπίζεται με κοινότυπες ταυτολογίες: «Όσο έχουμε καπιταλισμό, θα έχουμε κρίση, το κεφάλαιο επιτίθεται στην εργατική τάξη για να αυξήσει τα κέρδη του» ή με ανιστόρητες και επικίνδυνες απόψεις «να μείνουμε στην ΟΝΕ αλλά να έχει ανθρώπινο πρόσωπο, να φύγουμε από την ΟΝΕ με μια αστική κυβέρνηση επικεφαλής» ή με αοριστολογίες «τη κρίση να την πληρώσουν αυτοί που τη δημιούργησαν» που απαντιέται με την αστική προπαγάνδα, «τα φάγαμε μαζί». Η κοινοτυπία, η σύγχυση και η αοριστολογία είναι τα όπλα του κεφαλαίου, όχι όμως της εργατικής τάξης που έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Η αλήθεια είναι επαναστατική.
Ο ασυμφιλίωτος ταξικός πόλεμος που διεξάγεται σήμερα, θα κερδηθεί πρώτα στο ιδεολογικό μέτωπο (υπάρχουν ή δεν υπάρχουν λύσεις για την εργατική τάξη;) κι έτσι στο πραγματικό πεδίο της μάχης. Χωρίς το πρώτο είναι αδύνατον να παραταχθεί μια δύναμη ικανή να σταθεί όρθια στο πόλεμο. Το πιθανότερο είναι να διαλυθεί οπισθοχωρώντας ή να παραδοθεί αμαχητί στον εχθρό.
Ορισμένοι μένουν έκπληκτοι από τη σχετική (;) ευκολία με την οποία η κυβέρνηση πέρασε όλα τα μέτρα επιδείνωσης της ζωής της εργατικής τάξης. Οι περισσότεροι από αυτούς έχοντας παραδοθεί ιδεολογικά, επιρρίπτουν τις ευθύνες στην «ανωριμότητα των εργατών». Όπως εύκολα κατηγορούν τους εργάτες, έτσι εύκολα προσπερνούν το γεγονός ότι η πολιτική των πιέσεων και της παρενόχλησης των παχύδερμων του κεφαλαίου έχει ξεπεραστεί. Πλέον, όλα τα επιμέρους ζητήματα έχουν μετατοπιστεί στο ποια κοινωνική τάξη θα έχει την εξουσία, οι καπιταλιστές ή οι εργάτες.
Ο αγώνας για την εξουσία σίγουρα έχει ανάγκη κάτι το διαφορετικό από τις 24ωρες απεργιακές κινητοποιήσεις που οργανώθηκαν όλη την προηγούμενη περίοδο, τις επισκέψεις στα υπουργεία, το ρίξιμο προτάσεων στο τραπέζι της εργοδοσίας πριν καν δοθεί η μάχη ή με τη παράδοση τον αστικό κοινοβουλευτισμό.
Συνήθως οι κανόνες εμπλοκής, μετά από πολλές προστριβές και επεισόδια, υποχρεώνουν ένα από τα αντιμαχόμενα μέρη να στείλει το τελεσίγραφό του. Τα υψηλόβαθμα στελέχη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας έχουν μάθει να αγνοούν τα τελεσίγραφα της αστικής τάξης. Στα ειδικά μαθήματα περί διαπραγμάτευσης στα ινστιτούτα της ΓΣΕΕ μαθαίνουν ότι σε ένα απειλητικό τελεσίγραφο οι εργάτες οφείλουν να καθίσουν αμέσως στο τραπέζι για να συζητήσουν τους όρους της ανακωχής για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Όσο γίνεται η συζήτηση, η αστική τάξη εμπλέκει τους εργάτες στη συζήτηση με τους δικούς της όρους, το τελεσίγραφο συνήθως εκπνέει και όταν ο πόλεμος ξεκινά οι εργάτες βρίσκονται απροετοίμαστοι για να πολεμήσουν.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν έχει μάθει, ούτε πρόκειται να μάθει, να στέλνει τελεσίγραφα. Ακόμα κι όταν στείλει κάποιο μέσα στη βαθιά της αγανάκτηση δεν έχει ιδέα πώς να το υλοποιήσει. Τα μαθήματα προσαρμογής με την αστική τάξη πραγμάτων μεταδίδονται με ευλάβεια σε όσα συνδικαλιστικά στελέχη απευθύνονται σε αυτήν για βοήθεια ή συμβουλές. Σε περιόδους μεγάλης κοινωνικής κρίσης, αυτές οι συμβουλές είναι η συνταγή της καταστροφής.
Έτσι, όταν οι καπιταλιστές δείχνουν τα «άσχημα» οικονομικά στοιχεία της επιχείρησής τους, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία σχεδόν συμπάσχει. Όμως, οι εργάτες δεν έχουν κανένα λόγο να κλάψουν μαζί με τους καπιταλιστές για τη χαμηλή κερδοφορία του κεφαλαίου ή τις ζημιές του κάθε εργοστασιάρχη. Εκείνο που πρέπει να ενδιαφέρει τους εργάτες είναι τα κέρδη του κεφαλαίου γενικά, σαν τάξη και σε διεθνή κλίμακα.
Αν και το άνοιγμα των βιβλίων των καπιταλιστών είναι καθήκον για να αποκαλυφθούν τα τρικ του κεφαλαίου, οι μυστικές συμφωνίες, η χρηματοδότηση των πρακτόρων του, από μόνο του σε ένα εργοστάσιο δεν αποκαλύπτει το μυστικό της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και της αστικής εξουσίας αλλά είναι ένα βήμα να αναλάβουν οι εργάτες τη διεύθυνση του εργοστασίου.
Αν το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, τη σημερινή περίοδο της κυριαρχίας του, βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη ή δυσμενέστερη θέση από το βιομηχανικό ή το εμπορικό κεφάλαιο, ποια είναι τα ποσοστά κατανομής της κερδών και των ζημιών μεταξύ τους, μας ενδιαφέρει για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της εποχής και τη κατανομή της δύναμης μεταξύ των μερίδων του κεφαλαίου, είναι όμως απόλυτα αδιάφορο από μέρους της εργατικής τάξης να δεχτεί τους όρους των καπιταλιστών όταν απολύουν ή κλείνουν τα εργοστάσια δείχνοντας στους εργάτες πόσο …..«ζημιογόνα είναι η επιχείρηση».
Στη διαμάχη του κεφαλαίου για το μοίρασμα της λείας κάποιοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη διεκδίκηση, όπως η ύαινα μπροστά στο λιοντάρι που είτε περιμένει να τελειώσει το φαγητό του μήπως περισσέψει κάτι, είτε φεύγει. Εκείνο όμως που μας ενδιαφέρει σε τελική ανάλυση δεν είναι το πώς γίνεται η μοιρασιά ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες ληστές αλλά η ληστεία καθεαυτή. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία εκπαιδεύει τους εργάτες να κάθονται στη τελευταία σειρά για τη μοιρασιά κι αποκρύπτει τη υπόθεση της ληστείας.
Αν το κεφάλαιο δεν μπορεί να οργανώσει την κοινωνική παραγωγή είναι καλύτερα να αφήσει αυτή την επίπονη δουλειά στους ίδιους τους εργάτες. Επειδή μέχρι τώρα καμιά τέτοια παραχώρηση δεν έχει γίνει οικιοθελώς, η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο με επαναστατικά μέσα. Το μεγαλύτερο όπλο της εργατικής τάξης είναι η αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας με τη κατάληψη των εργοστασίων που το κεφάλαιο εγκαταλείπει, όταν απολύει, λαμβάνει μέτρα μείωσης μισθών, εκ περιτροπής εργασίας κλπ., δηλ. περιορίζει τη παραγωγή και καταστρέφει τις παραγωγικές δυνάμεις.
Τα μέτρα για την επιβίωση της εργατικής τάξης απαιτούν το κοινωνικό σχεδιασμό της παραγωγής και διανομής του παραγόμενου προϊόντος. Μπορεί το αστικό χρεοκοπημένο κράτος να υλοποιήσει αυτό το καθήκον; Οι πιο σοβαρές προσπάθειες σχεδιασμού έγιναν μόνο σε πολεμικές περιόδους όταν υπέταξε και τη παραμικρή δραστηριότητα στα σφαγεία του πολέμου. Αυτό δεν έγινε ποτέ για κοινωνικούς λόγους και δεν εμπόδισε τους πολεμοκάπηλους να συνεχίζουν να πλουτίζουν και τους εργάτες να πεθαίνουν «για την πατρίδα».
Οι εργάτες δεν έχουν κανένα συμφέρον να διατηρήσουν ένα κράτος που το χρηματοδοτεί το κεφάλαιο (πολυέξοδο έτσι κι αλλιώς για τον έλεγχο της πλειοψηφίας του λαού) κι έχουν καθήκον να το καταστρέψουν σε εθνική και διεθνή κλίμακα και να το αντικαταστήσουν με ένα εργατικό κράτος.
Γιατί όντας η πλειοψηφία της κοινωνίας, οι άμεσοι παραγωγοί, μπορούν να συγκροτήσουν ένα κράτος, στηριγμένο στα εργοστασιακά και τα τοπικά συμβούλια των εργατών, χωρίς του λακέδες του κεφαλαίου, που δουλειά του θα είναι η συστηματική καταπίεση των καταπιεστών. Μόνο το εργατικό κράτος μπορεί να επιβάλλει επαναστατικά μέτρα όπως είναι η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής χωρίς καμιά αποζημίωση στους ληστές και το σχεδιασμό της οικονομίας για τα συμφέροντα των εργατών και όχι των αδηφάγων χρηματιστηριακών δεικτών.
Γιατί χρειάζεται την πρώτη ιστορική περίοδο ένα «κράτος», μια «εξουσία», μια δύναμη καταπίεσης; Η ύαινα και το λιοντάρι συμμαχούν εναντίον οποιουδήποτε τρίτου διεκδικήσει τη λεία της ληστείας, πολύ περισσότερο όταν είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης των κλοπιμαίων. Όποιος λέει το αντίθετο, δηλ. ότι δεν χρειάζεται μια μεταβατική κρατική μορφή, το πιθανότερο είναι ότι δεν έχει διαβάσει την ιστορία του ζωικού βασιλείου κι αναμφίβολα δεν έχει ιδέα από την ιστορία των ταξικών κοινωνιών. Το πόσο θα διαρκέσει αυτή η μεταβατική περίοδος εξαρτάται από τις περιπλοκές της ιστορικής εξέλιξης.
Στην εργατική συγκέντρωση και διαδήλωση που οργάνωσε στο Βόλο το Σωματείο Εργαζομένων ΚΟΝΤΙ στις 2/11/2010, το ψήφισμα που εγκρίθηκε, κατέληγε:
“Δεν υπάρχουν σωτήρες: H μόνη απάντηση βρίσκεται σήμερα εδώ, στο δρόμο για τη δικιά μας ανεξάρτητη ταξική απάντηση στη κρίση. Αγωνιζόμαστε για τη δουλειά μας και τη ζωή μας.
Καλούμε όλη την εργατική τάξη να μπει τώρα στο δρόμο του αγώνα. Αύριο ίσως να είναι πολύ αργά.”
Η συνείδηση της δύναμης, του κινδύνου και του σκοπού, μας δίνουν τη δυνατότητα να απαντήσουμε στις απειλές του κεφαλαίου και πραιτοριανών του.
Το μόνο αληθινό τελεσίγραφο που θα μπορούσαν να στείλουν οι εργάτες στην εργοδοσία είναι η πλήρης αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.
25/11/2011
Γιάννης Χατζηγιάννης
Μέλος του ΕΕΚ